ηλεκτραρνητικός

ηλεκτραρνητικός
η , ό[ν] эл. заряженный отрицательно, с отрицательным зарядом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηλεκτραρνητικός" в других словарях:

  • ηλεκτραρνητικός — ή, ό 1. χημ. όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει χημικά στοιχεία ή ρίζες, τα άτομα τών οποίων εκδηλώνουν ορισμένη τάση πρόσληψης ηλεκτρονίων στην εξωτερική στιβάδα τους, ώσπου να συμπληρώσουν τον αριθμό τών οκτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτραρνητικός — ή, ό ο φορτισμένος με αρνητικό φορτίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»